- θρασύς
- -εία, -ύ (ΑΜ θρασύς, -εῑα, -ύ, Α θηλ. και θρασέα)αυθάδης, αναιδήςμσν.1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος2. δυνατός3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύθάρρος, γενναιότητα, τόλμημσν.-αρχ.γενναίος, ανδρείος, θαρραλέοςαρχ.1. ριψοκίνδυνος, παράτολμος2. υπερήφανος, αλαζόνας3. φρ. «τὸ μὴ θρασύ» — η μετριοφροσύνη4. (το ουδ. ως επίρρ.) θρασύθρασέως.επίρρ...θρασέως και θρασά και θρασέα και θρασεά (ΑΜ θρασέως Α και αιολ. τύπος θροσέως)νεοελλ.με θρασύτητα, με αυθάδειαμσν.-αρχ.με τρόπο υπερβολικά τολμηρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. θρασύς, που μαρτυρείται παράλληλα προς το θάρσος*, προέρχεται από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *dhrs- τής ρίζας *dhers- «τολμώ, είμαι παράτολμος, ριψοκίνδυνος» και συνδέεται με αρχ. ινδ. dhrsu-, αν και τα λογοτεχνικά κείμενα παραδίδουν τ. dhrsnu- «τολμηρός», μεταπλασμένο βάσει τού ενεστ. dhrs-n-oti. Αναλυτικότερα, από *dhrsu-s προέκυψε ο ελλ. τ. *θαρσύς, που δεν μαρτυρείται, μαρτυρούνται όμως παράγωγα και σύνθετα του (πρβλ. θαρσύνω, Θαρσύβιος). Ο τ. θρασύς προέκυψε αναλογικά προς τον *θαρσύς, από όπου και διατήρησε το -σ- μεταξύ φωνηέντων. Η λ. στον Όμηρο έχει τη σημ. «γενναίος, ανδρείος», ως προσωνυμία τού Έκτορος και άλλων ηρώων. Επίσης χαρακτηρίζει τη λ. πόλεμος («θαρραλέα μάχη») και τη λ. χείρες («ατρόμητα, άφοβα χέρια»). Στον Θουκυδίδη συνοδεύει τη λ. ελπίς (πρβλ. ελπίς θρασεία τού μέλλοντος), ενώ αργότερα άρχισε να εξειδικεύεται η σημασία τής λ. «ριψοκίνδυνος, υπερήφανος, αλαζόνας», για να γίνει τελικά κακόσημη «αυτός που έχει θράσος»].
Dictionary of Greek. 2013.